λογχόφυλλος

λογχόφυλλος
-η, -ο
(για φυτό) αυτός που έχει φύλλα τα οποία μοιάζουν με λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φυλλος (< φύλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ιωάννη Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογχόφυλλος — η, ο (βοτ.), αυτός που έχει φύλλα όμοια με λόγχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”